μεταφαίνομαι

μεταφαίνομαι
και ματαφαίνομαι (Μ μεταφαίνομαι)
επανεμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξανά («από τότε που τσακωθήκαμε δεν ματαφάνηκε στη γειτονιά μου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”